.Δρ Αθανάσιος Ε. Δρούγος
Διεθνολόγος-Γεωστρατηγικός Αναλυτής
Καθώς ο κόσμος ετοιμάζεται να τιμήσει την πρώτη επέτειο της άνευ προηγουμένου φονικής επίθεσης της εξτρεμιστικής Χαμάς της 7ης Οκτωβρίου στην περιοχή Σντερότ του νοτίου Ισραήλ, και ο πόλεμος που ακολούθησε μεταφέρεται σε δεύτερο χρόνο με έντονες μάχες και σε άλλα υπομέτωπα, πολλοί Αμερικανοί αναρωτιούνται γιατί ο πρόεδρος Μπάιντεν με την τεράστια εμπειρία, γνώσεις,γνωριμίες και επιρροή δεν μπόρεσε να τερματίσει τη σύγκρουση.(παρά τα 11 πολυήμερα ταξίδια στην ευρύτερη περιοχή του υπέξ Άντονι Μπλίνκεν και των κορυφαίων Μεσανατολόγων,μαζί με την εμπλοκή συμμάχων και φίλων ,όπως του Κατάρ και της Αιγύπτου)
Ο υπουργός άμυνας των ΗΠΑ στρατηγός εα Λόιντ Όστιν πραγματοποίησε επίσης πολλές επισκέψεις στο Ισραήλ από τις 7 Οκτωβρίου και είχε αμέτρητες συνομιλίες με τον ομόλογό του, Γιόαβ Γκάλαντ. Όλα αυτά είναι πάνω από τις συνεχείς προσπάθειες των κατώτερων αξιωματούχων των ΗΠΑ να εμπλακούν με το Ισραήλ. Και όμως, για όλο τον χρόνο και την προσπάθεια που κατανάλωσε η κυβέρνηση Μπάιντεν, δεν κατάφερε να μεσολαβήσει για μια οριακή κατάπαυση του πυρός μεταξύ του Ισραήλ και της σκληροπυρηνικής οργάνωσης Χαμάς. Στο μεταξύ, η απειλή ενός ευρύτερου πολέμου εμφανίστηκε ξανά την προηγούμενη εβδομάδα καθώς το Ιράν εξαπέλυσε πυραυλική επίθεση στο Ισραήλ ως αντίποινα για την κλιμάκωση της σύγκρουσής του με την υποστηριζόμενη από τη Τεχεράνη Σιιτική και καλά εξοπλισμένη οργάνωση Χεζμπολάχ στον Λίβανο.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν ήταν ούτε είναι καθόλου μόνη στον αγώνα της να βρει διπλωματικό κοινό έδαφος στη Μέση Ανατολή. Από τις συμφωνίες του Όσλο πριν από περίπου τρεις δεκαετίες, μια σειρά Αμερικανικών κυβερνήσεων προσπάθησαν και απέτυχαν να μεσολαβήσουν για την ειρήνη μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων.Την ίδια στιγμή, αν και οι Αμερικανοί μπορεί να θέλουν οι πόλεμοι να είναι σύντομοι και σχετικά συγκρατημένοι, σπάνια το επιτυγχάνουν . Η ατυχής πραγματικότητα στο πεδίο της μάχης είναι ότι οποιοσδήποτε πόλεμος ενάντια σε μια ασύμμετρη και υβριδική οργάνωση όπως η Χαμάς -με τους 32.000 καλά εκπαιδευμένους μαχητές της ως και τις εκατοντάδες μίλια υπόγειες σήραγγες ενσωματωμένες σε μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες γωνιές τη Γης- θα ήταν τελικά ένας μακρύς, αιματηρός πόλεμος.
Υπάρχουν πολύ λίγα που μπορεί να κάνει κανείς(ακόμα και ένας Αμερικανός πρόεδρος)για να το αλλάξει αυτό. Οι επικριτές του Μπάιντεν ασκούν κριτική ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στον Νετανιάχου για να τον αναγκάσει στην κατάπαυση του πυρός. Σημειώνουν ότι το Ισραήλ λαμβάνει Αμερικανική στρατιωτική βοήθεια αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων και εξαρτάται από την Αμερικανική διπλωματική κάλυψη στα Ηνωμένα Έθνη..Λένε ότι αυτό παρέχει επαρκή δύναμη στις ΗΠΑ για να αναγκάσει το χέρι του Νετανιάχου “να μην ανοιχθεί πολύ”.
Στην πράξη, οι ΗΠΑ συχνά έχουν λιγότερη επιρροή στους συμμάχους τους από ό,τι θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί. Ιστορικά, οι οικονομικές κυρώσεις έχουν ένα φτωχό ιστορικό επιβολής σημαντικών παραχωρήσεων, ιδιαίτερα όταν διακυβεύονται ζητήματα υπαρξιακής ασφάλειας(κάτι που, συμβαίνει στην περίπτωση του Ισραήλ, ). Πράγματι, οι απειλές για επιβολή κυρώσεων στα ακροδεξιά-σιωνιστικά στοιχεία του συνασπισμού του Νετανιάχου δεν έχουν ακόμη επιφέρει κανένα είδος μετριοπάθειας. Ταυτόχρονα, η ανακοίνωση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου ότι θα ζητούσε εντάλματα σύλληψης για τον Νετανιάχου και τον Γκάλαντ παρήγαγε αυτό που λίγες άλλες πολιτικές θα μπορούσαν: δηλαδή ένωσε το διασπασμένο πολιτικό φάσμα του Ισραήλ γύρω από την παρούσα κυβέρνηση.
Ακόμα και αν η πίεση των ΗΠΑ ήταν αρκετά αποτελεσματική για να παρακινήσει την κυβέρνηση Νετανιάχου να προσπαθήσει να τερματίσει τον πόλεμο, μπορεί να μην είχε επιτυχία. Ο τερματισμός του πολέμου, σε τελική ανάλυση, θα απαιτούσε τη συνεργασία τόσο του Ισραήλ όσο και της Χαμάς ( και πιο συγκεκριμένα του ηγέτη της Χαμάς, Γιάχια Σινγουάρ, ο οποίος δεν δείχνει σημάδια μεταστροφής) Ο Σνουάρ θα μπορούσε να κηρύξει μονομερώς κατάπαυση του πυρός, να απελευθερώσει όλους τους υπόλοιπους εν ζωή ομήρους του Ισραήλ και να αρνηθεί στο Τελ Αβίβ μια από τις βασικές δικαιολογίες του για τον πόλεμο. Ωστόσο, η Χαμάς φαίνεται να έχει πρόθεση να εκτελέσει ομήρους και να διπλασιάσει τις εχθροπραξίες.
Προφανώς, παρά τις λίαν υπολογίσιμες καταστροφές και τα απίστευτα βάσανα του λαού στη Γάζα, ο Σινουάρ σε κάποιο επίπεδο εξακολουθεί να πιστεύει ότι κερδίζει(!). Ακόμα κι αν η Αμερική είχε εξασφαλίσει με επιτυχία μια διμερή κατάπαυση του πυρός, θα ήταν απίθανο να δημιουργήσει μια διαρκή ειρήνη. Πράγματι, παραμένουν όλοι οι δομικοί και πολιτικοί λόγοι που εμπόδισαν την ειρήνη για δεκαετίες. Επειδή το Ισραήλ θα έπρεπε να απελευθερώσει εκατοντάδες μαχητές που εκτίουν ισόβια κάθειρξη για φόνο με αντάλλαγμα την απελευθέρωση των υπόλοιπων ομήρων, οι τάξεις της Χαμάς θα διογκωθούν αριθμητικά κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας. Τελικά η τραυματισμένη οργάνωση θα ξαναχτιστεί και θα ξαναχτυπήσει.
Επιπλέον, οι περιφερειακοί σκληροπυρηνικοί (κυρίως το Ιράν) θεωρούν ότι μια συνεχιζόμενη σύγκρουση με το Ισραήλ είναι προς το στρατηγικό τους συμφέρον. Το ποσοστό των θυμάτων (ακόμη και όπως αναφέρει το υπουργείο Υγείας της Γάζας που ελέγχεται από τη Χαμάς) έχει τελευταία επιβραδυνθεί. Η ανθρωπιστική βοήθεια προς τους αμάχους της Γάζας, αν και ανεπαρκής, ρέει. Περισσότεροι από τα τρία πέμπτα των ομήρων που συνελήφθησαν στις 7 Οκτωβρίου είτε απελευθερώθηκαν είτε ανακτήθηκαν, αν και 97 δεν το έχουν επιτύχει.(αν οι αριθμοί ισχύουν) .
Και το πιο σημαντικό, ένας πλήρης, περιφερειακός πόλεμος στη Μέση Ανατολή -που φοβόταν ευρέως σε πολλές χρονικές συγκυρίες τον περασμένο χρόνο- έχει τουλάχιστον προς το παρόν για 12 μήνες αποφευχθεί ) αλλά δεν παύει να εξαρτάται από το Τλ Αβίβ και τη Τεχεράνη αυτές τις ημέρες). Όλα αυτά είναι ομολογουμένως ψυχρή παρηγοριά για τους Παλαιστίνιους που έχουν παγιδευτεί στα πυρά, τους Ισραηλινούς ομήρους που παραμένουν στα λαγούμια στη Γάζα και τους αυξανόμενους εκτοπισμένους πληθυσμούς του νότιου Λιβάνου και του βόρειου Ισραήλ.(που συνολικά φθάνουν τους 160.000)
Στον απόηχο των πολέμων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, οι Αμερικανοί έχουν συνειδητοποιήσει πολύ περισσότερο τα όρια του τι μπορεί να επιτύχει η στρατιωτική δύναμη. Αλλά και άλλα εργαλεία εθνικής ισχύος, συμπεριλαμβανομένης της διπλωματίας, έχουν και αυτά τα όριά τους. Οι εξωτερικοί μεσολαβητές δεν μπορούν να τερματίσουν αυτόν τον πόλεμο, ιδιαίτερα αν οι ίδιοι οι μαχητές δεν θέλουν να σταματήσουν να πολεμούν.