Η Μακιαβελική προειδοποίηση μάλλον δεν έγινε αντιληπτή στην Ουάσιγκτον, που διακινδυνεύει να αυξήσει την παγκόσμια αστάθεια, χωρίς απτά κέρδη, απειλώντας τα στρατηγικά συμφέροντα αντίπαλων κρατών όπως η Ρωσία και η Κίνα, σε περιοχές του κόσμου όπου αυτές διαθέτουν ορισμένα στρατιωτικά πλεονεκτήματα.
Ενώ παλαιότερες επισκέψεις Αμερικανών πολιτικών έδειχναν την αμερικανική αυτοπεποίθηση και δύναμη, η επίσκεψη Πελόζι αντικατοπτρίζει την αμερικανική αδυναμία, ενόψει μάλιστα των αμφισβητούμενων ενδιάμεσων εκλογών του 2022 και μιας δυναμικής επανεμφάνισης του Ντόναλντ Τραμπ.
Γίνεται μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα αφήγημα, καθώς και η ανάλογη υποστήριξη, προβάλλοντας τον αγώνα των δημοκρατιών εναντίον αυταρχικών καθεστώτων, όταν οι ΗΠΑ είναι διχασμένες στο εσωτερικό και αγωνίζονται να βρουν τα ερείσματά τους στη διεθνή σκηνή. Αυτή όμως είναι μια στρατηγική υψηλού κινδύνου, που δεν αυξάνει την Αμερικανική ισχύ. Γίνεται απλά για επικοινωνιακά κέρδη.
Η πρόεδρος της Βουλής, διακήρυξε την υποστήριξη στους δημοκρατικούς θεσμούς και στην αυτοδιάθεση ενός λαού, όμως από την απέναντι πλευρά του Ειρηνικού, η επίσκεψη εκλήφθηκε, ως προσβολή της ιστορικής κινεζικής ταυτότητας και προσωπικά του Σί.
Οι ΗΠΑ, επιδιώκουν να αποτρέψουν το Πεκίνο από τη χρήση στρατιωτικού εξαναγκασμού κατά του νησιού και το Κογκρέσο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη λήψη απόφασης, για το πώς θα ανταποκριθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες σ’ ένα πολεμικό ενδεχόμενο.
Η Μπόνι Γκλέιζερ (διευθύντρια του προγράμματος Ασίας στο Γερμανικό Ταμείο Μάρσαλ των Ηνωμένων Πολιτειών) και ο Ζακ Κούπερ (ανώτερος συνεργάτης στο American Enterprise Institute), έχουν αποκαλέσει εύστοχα την τρέχουσα αμερικανική πολιτική « στρατηγική σύγχυση».
Η πρόσφατη επίσκεψη είναι ένα σύμπτωμα αυτής της σύγχυσης, καθώς για παράδειγμα:
Ο πρόεδρος σε ερώτηση Ιάπωνα δημοσιογράφου, απαντά «ναι», σε ερώτηση περί επέμβασης, αλλά ο Λευκός Οίκος δίνει στη συνέχεια, διαφορετική ερμηνεία.
Ο πρόεδρος αποκαλεί την Ταϊβάν ανεξάρτητη, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών την αποκαλεί χώρα (δύο φορές) , παρόλο που οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι επίσημα ουδέτερες ως προς το καθεστώς της, στο πλαίσιο της πολιτικής της «Μίας Κίνας», που εισήχθη το1972, επί Νίξον.
Η πρόεδρος της Βουλής επισκέπτεται την Ταϊβάν και πυροδοτεί κρίση με το Πεκίνο, για να δείξει την υποστήριξη του Κογκρέσου, ενώ ο πρόεδρος δε συμφωνεί και έχει πρόσφατα μιλήσει με το Σί Τζινπίγκ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να αυτοσχεδιάζουν στη πολιτική τους για την Ταϊβάν, τροφοδοτώντας τις υποψίες του Πεκίνου για τις πραγματικές προθέσεις τους και αυξάνοντας τον κίνδυνο σύγκρουσης.
ΕΙΚΟΝΑ 1

Ιστορικά η χώρα προέκυψε, όταν μετά από μακροχρόνιο εμφύλιο πόλεμο 1,5 – 2 εκατομμύρια κινέζοι, κυρίως στρατιώτες, διέφυγαν στη Ταϊβάν (πρ. Φορμόζα), το 1949, όπου ο ηττηθείς από τις κομμουνιστικές δυνάμεις Τσούν Κάι Σέκ, ίδρυσε τη Δημοκρατία της Κίνας (ROC).
Μετά από ένα ψήφισμα του ΟΗΕ το 1971 που αναγνώρισε τη ΛΔΚ (PRC) ως τη μοναδική κυβέρνηση της Κίνας, η Ταϊβάν έχασε τη θέση της στον ΟΗΕ και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς. Μέχρι σήμερα, μόνο 13 χώρες και η πόλη του Βατικανού την αναγνωρίζουν ως κυρίαρχη χώρα. Σ’ αυτές δεν περιλαμβάνονται οι ΗΠΑ.
Η κατάκτηση της Ταϊβάν από τους Ιάπωνες, θεωρείται στην Κίνα ως άλλη μια ήττα, σε μια μακρά λίστα ηττών από ξένες δυνάμεις, κατά το 19ο αιώνα, γνωστό και ως «Αιώνα της ταπείνωσης», που ξεκίνησε με τους Πολέμους του οπίου και κορυφώθηκε με την κατάκτηση της Κίνας από την Ιαπωνία. Υπάρχει λοιπόν ισχυρό ιστορικό υπόβαθρο/κίνητρο στην επανένωση της Κίνας και στο οριστικό τέλος της επίδρασης ξένων δυνάμεων. Επίσης ο Κινέζος πρόεδρος και το ΚΚΚ, έχουν δώσει ιδιαίτερη πολιτική σημασία στο θέμα της επανένωσης.
Η Ταϊβάν, που θεωρεί τον εαυτό της, ως τη Δημοκρατία της Κίνας, έχει στρατηγική αλλά και οικονομική σημασία στην περιοχή. Εάν επιτευχθεί η ενοποίηση, η Κίνα θα είναι σε θέση να επεκτείνει τις ναυτικές της δυνάμεις προς την Ανατολή, αυξάνοντας την απειλή για τις ΗΠΑ, που όπως παραδέχθηκαν πρόσφατα, δεν μπορούν να υποστηρίξουν εκτεταμένες επιχειρήσεις στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή της Κίνας.
Η Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TMSC) κατέχει πάνω από το ήμισυ της παγκόσμιας αγοράς ημιαγωγών. Η ανάληψη συνεπώς της Ταϊβάν, θα έδινε στο Πεκίνο σημαντικό έλεγχο σε μια από τις σπουδαιότερες βιομηχανίες του κόσμου.

Η αντίδραση της Κίνας, στην επίσκεψη Πελόζι, ήταν αναγκαστικά δυναμική, αλλά δεν κλιμακώθηκε δυσανάλογα, καταδεικνύοντας την αυτοπεποίθηση που την διακατέχει, στρατιωτικά, αλλά και οικονομικά. Αντίθετα οι ΗΠΑ φαίνεται να διακατέχονται από μια αγωνία πιθανής απώλειας της πρωτοκαθεδρίας τους στη διεθνή σκηνή.
Η επίσκεψη της Πελόζι, μάλιστα, μπορεί να θεωρηθεί επιθετική κατ’ αντιστοιχία με τη δημόσια δήλωση του Μπάïντεν, ότι ο Πούτιν «πρέπει να φύγει» επιβεβαιώνοντας τους ισχυρισμούς της Μόσχας, ότι, η προώθηση της δημοκρατίας είναι απλώς ένας ευφημισμός για αλλαγή καθεστώτος.
Σύμφωνα με ανάλυση του «The Geopolitics», η Ταϊβάν είναι ένας από τους μεγαλύτερους επενδυτές στην Κίνα και η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της. Πάνω από το 40% όλων των εξαγωγών της πηγαίνουν στην Κίνα. Η οικονομική επιρροή της Κίνας επιβεβαιώνει τη δυνατότητα ελέγχου των πολιτικών στην Ταϊβάν χωρίς την ανάγκη ένοπλης εισβολής.
Η σχέση ΗΠΑ-Ταϊβάν παραμένει ανεπίσημη λόγω της «Πολιτικής της Μίας Κίνας» και παρά τις ενδείξεις δέσμευσης, όπως περιστασιακή διέλευση πολεμικών πλοίων στα στενά της Ταϊβάν, δεν υπάρχει επίσημη στρατιωτική συμμαχία μεταξύ των δύο.
Εκτός κι’ αν γίνεται προσπάθεια, από Αμερικανικής πλευράς, αποδυνάμωσης/διάβρωσης της συμφωνίας του ’72, υποδαυλίζοντας με υποσχέσεις και συμβολικές ενέργειες( βλέπε Ουκρανία) το «ξεσηκωμό» της Ταιβάν .
Κλείνοντας συμπεραίνεται ότι μια βιώσιμη διεθνής στρατηγική, δεν μπορεί να στηρίζεται σε επικοινωνιακού τύπου και για εσωτερική κατανάλωση, ενέργειες, ιδιαίτερα όταν αφορά σε παγκόσμιες πυρηνικές δυνάμεις.
Απόστολος Τσιμογιάννης
Ο Απόστολος Τσιμογιάννης είναι Υποστράτηγος (ε.α), με μεγάλη επιτελική και διοικητική εμπειρία στον τομέα των Millitary Logistics. Έχει υπηρετήσει σε ανάλογη επιτελική θέση του NATO/NSPA και εξειδικεύεται σε θέματα Ευρασίας – Ινδοειρηνικού. Είναι τακτικό μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Logistics.