Παραθέτουμε παρακάτω ιστορικά στοιχεία για το παρασκήνιο της συνεννόησης Κίνας και ΗΠΑ, σχετικά με το καθεστώς της «μίας Κίνας», ένα αρκετά ασαφές πολιτικό σκηνικό, που αμφισβητείται τελευταία.
Στις 27 Φεβρουαρίου 1972, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα εξέδωσαν ένα κοινό ανακοινωθέν, το αποκορύφωμα της ιστορικής εβδομαδιαίας επίσκεψης του Νίξον και του Κίσινγκερ, τότε σύμβουλος εθνικής ασφαλείας, στη Λαϊκή Δημοκρατία. Ο Κίσινγκερ είχε αρχίσει να συντάσσει το ανακοινωθέν της Σαγκάης με τον Τσου Εν-Λάι τον προηγούμενο Οκτώβριο, όταν συναντήθηκε στο Πεκίνο με τον Κινέζο πρωθυπουργό για να θέσει τις βάσεις για την επερχόμενη επίσκεψη του Νίξον.
Το ανακοινωθέν δέσμευε και τις δύο χώρες, να εργαστούν για την ομαλοποίηση των σχέσεων και την επέκταση των ενδιάμεσων επαφών και των εμπορικών ευκαιριών. Σε μια όχι και τόσο συγκαλυμμένη αναφορά στη Σοβιετική Ένωση, το ανακοινωθέν δήλωνε ότι κανένα έθνος «δεν πρέπει να επιδιώκει ηγεμονία στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού και το καθένα αντιτίθεται στις προσπάθειες οποιασδήποτε άλλης χώρας ή ομάδας χωρών να εγκαθιδρύσει τέτοια ηγεμονία».
Στις αρχές των διαπραγματεύσεων, αναγνωρίζοντας ότι η Κίνα και οι ΗΠΑ είχαν πολλές ασυμβίβαστες θέσεις, ο Τσου Εν-Λάι πρότεινε μια ανορθόδοξη μορφή για το ανακοινωθέν. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν ουσιαστικά να διαφωνήσουν, εκθέτοντας η καθεμία τις απόψεις της σε ξεχωριστές παραγράφους, όπου χρειαζόταν. Στο ακανθώδες ζήτημα του Βιετνάμ, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ ενέκριναν το τελευταίο ειρηνευτικό σχέδιο του Νίξον, ενώ η Κίνα εξέφρασε σταθερή υποστήριξη για την κομμουνιστική πρόταση.
Ενώ οι ΗΠΑ επεδίωκαν βελτιωμένες σχέσεις με το Πεκίνο, εξακολουθούσαν να αναγνωρίζουν επίσημα την εθνικιστική κυβέρνηση του Τσιάνγκ Κάι-σεκ, στην Ταϊβάν. Λίγο καιρό νωρίτερα, τα Ηνωμένα Έθνη είχαν ψηφίσει για την αποδοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στον οργανισμό, οπότε οι ΗΠΑ αντέστρεψαν την 20ετή αντίθεσή τους, όσον αφορά στην έδρα της ΛΔΚ, αλλά αντιτάχθηκαν σε κάθε προσπάθεια διαγραφής της Ταϊβάν.
Τελικά, η ΛΔΚ έγινε αποδεκτή στον ΟΗΕ, η Ταϊβάν εκδιώχθηκε και οι ΗΠΑ αφέθηκαν να διαχειρίζονται τις σχέσεις τους με δύο χώρες που και οι δύο θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως τη μοναδική νόμιμη κυβέρνηση ολόκληρης της Κίνας.
Οι Κινέζοι θεώρησαν την παρουσία αμερικανικών στρατευμάτων στην Ταϊβάν ως παραβίαση της κυριαρχίας της Κίνας και πίεσαν για πλήρη αποχώρηση των ΗΠΑ από το νησί. Ο Νίξον και ο Κίσινγκερ ήθελαν να διαπραγματευθούν την απόσυρση, ζητώντας τη βοήθεια της Κίνας για τον τερματισμό του πολέμου του Βιετνάμ, ενώ η Κίνα έβλεπε τις συναλλαγές της με την Ταϊβάν ως ένα αυστηρά εσωτερικό ζήτημα και άρα αδιαπραγμάτευτο.
Στο τέλος και οι δύο πλευρές έκαναν παραχωρήσεις. Όπως έγραψε ο Χένρι Κίσινγκερ στα απομνημονεύματά του, ούτε οι ΗΠΑ ούτε η Κίνα ήταν διατεθειμένες να αφήσουν το ζήτημα της Ταϊβάν να γίνει εμπόδιο στην αναδυόμενη νέα τους σχέση ( για κοινή αντιμετώπιση της Σοβιετικής Ένωσης).
Το βασικό θέμα του ταξιδιού του Νίξον και το ανακοινωθέν της Σαγκάης, ήταν να αναβάλουν το θέμα της Ταϊβάν για το μέλλον, για να μπορέσουν τα δύο έθνη να κλείσουν το χάσμα των είκοσι ετών και να ακολουθήσουν παράλληλες πολιτικές, όπου τα συμφέροντά τους συνέπιπταν.
Οι ΗΠΑ δήλωσαν «το ενδιαφέρον τους για μια ειρηνική διευθέτηση του ζητήματος της Ταϊβάν από τους ίδιους τους Κινέζους» και επιβεβαίωσαν την πλήρη στρατιωτική απόσυρση των ΗΠΑ από το νησί ως «απώτερο στόχο».
Από την πλευρά της, η ΛΔΚ απέρριψε κατηγορηματικά οποιαδήποτε διατύπωση για «δύο Κίνες», δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι «η κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας είναι η μόνη νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας» και «η Ταϊβάν είναι μια επαρχία της Κίνας».
Οι ΗΠΑ, με μια επιδέξια διατύπωση, αναγνώρισαν «ότι όλοι οι Κινέζοι εκατέρωθεν του στενού της Ταϊβάν υποστηρίζουν ότι υπάρχει μόνο μία Κίνα και ότι η Ταϊβάν είναι μέρος της Κίνας», αλλά απέφυγαν επιμελώς το ερώτημα ποιος πρέπει να κυβερνά αυτή τη «μία Κίνα».
Μια αντίρρηση της τελευταίας στιγμής από τον υπουργό Εξωτερικών Ρότζερς παρακάμφθηκε. Ο Νίξον και ο Κίσινγκερ είχαν εσκεμμένα κρατήσει τον Ρότζερς και το επιτελείο του εκτός των διαπραγματεύσεων για το ανακοινωθέν, και όταν οι αξιωματούχοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ είδαν τελικά το κείμενο, αντέδρασαν αμέσως.
Όλοι οι εταίροι της αμυντικής συνθήκης των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ασία κατονομάστηκαν συγκεκριμένα, εκτός από την Ταϊβάν. Ο Ρότζερς, εξέφρασε τις έντονες αντιρρήσεις του και κατάφερε να επαναφέρει το ανακοινωθέν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ,προς μεγάλη απογοήτευση του Νίξον και του Κίσινγκερ. Τελικά, και οι δύο πλευρές απλώς απέσυραν όλες τις αναφορές στους εταίρους της συνθήκης των ΗΠΑ, για να αποφύγουν τη προφανή παράλειψη της Ταϊβάν.
Στην πραγματικότητα, ο Νίξον και ο Κίσινγκερ προχώρησαν σημαντικά περισσότερο στην Ταϊβάν στις ιδιαίτερες συνομιλίες τους με τον Τσου Εν-Λάι, παρά στο ανακοινωθέν. Όπως αποκαλύπτουν πρόσφατα, σημειώσεις και μαγνητοφωνημένες συνομιλίες, οι Αμερικανοί του πρόσφεραν εκτενείς διαβεβαιώσεις, ότι σκόπευαν να ανοίξουν πλήρεις διπλωματικές σχέσεις με το Πεκίνο το συντομότερο δυνατό και ήταν πρόθυμοι να θυσιάσουν την Ταϊβάν.
Στον απόηχο του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ, ωστόσο, ο Νίξον δεν μπόρεσε να τηρήσει αυτές τις υποσχέσεις και οι ΗΠΑ δεν δημιούργησαν πλήρεις διπλωματικές σχέσεις με τη ΛΔΚ μέχρι το 1979.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες σταμάτησαν να αμφισβητούν τον Κινέζο κομμουνιστή πρόεδρο και την εξουσία του Κόμματος να κυβερνά τη χώρα.
Η αμερικανική αποδοχή (στο ανακοινωθέν) και ο εναγκαλισμός (στις ιδιωτικές συνομιλίες του Νίξον), της πολιτικής μιας Κίνας διέπει την αμερικανική συμπεριφορά από εκείνο το σημείο και μετά.
Απόστολος Τσιμογιάννης
Ο Απόστολος Τσιμογιάννης είναι Υποστράτηγος (ε.α), με μεγάλη επιτελική και διοικητική εμπειρία στον τομέα των Millitary Logistics. Έχει υπηρετήσει σε ανάλογη επιτελική θέση του NATO/NSPA. Είναι τακτικό μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Logistics.