Ριάντ και Τεχεράνη αναζητούν αντισταθμιστικές δυνάμεις, για να ξεπεράσουν την Αμερικανική πίεση
Μόνο ξαφνικό δεν ήταν το νέο ότι Ιράν και Σαουδική Αραβία επαναφέρουν σε πλήρη λειτουργία τις διπλωματικές τους σχέσεις, μετά τα γεγονότα του 2016, όταν επίθεση του όχλου εναντίον της Σαουδαραβικής πρεσβείας στη Τεχεράνη, ώθησε το Ριάντ να κλείσει την Πρεσβεία και να ανακαλέσει όλη τη διπλωματική ομάδα.
Όπως αναφέρει ο Ινδός πρώην διπλωμάτης Μ. Μπαντρακουμάρ, «… η συμφωνία είναι ένα ιστορικό γεγονός. Αν το σκεφτείτε, η Σαουδική Αραβία, το Ιράν και η Κίνα έκαναν την ανακοίνωση ορόσημο, την ίδια μέρα που ο Σι Τζινπίνγκ εξελέγη για τρίτη θητεία ως πρόεδρος».
Είναι μια συμφωνία που τοποθετεί ξεκάθαρα το Ιράν στην κινεζική σφαίρα επιρροής, με σημαντικές προεκτάσεις και στο επίπεδο της διεθνούς ασφάλειας, εξαιτίας του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος.
Είναι βέβαιο πλέον, ότι Ρωσία και Κίνα συντονίζουν ενεργά τις κινήσεις τους στην εξωτερική πολιτική.
Οι ΗΠΑ, όμως, οι οποίες ήταν παραδοσιακά η κυρίαρχη για δεκαετίες δύναμη στην πολιτική σκηνή της Δυτικής Ασίας (έτσι ονομάζουν οι Ινδοί τη Μέση Ανατολή), δεν βρίσκονται πουθενά στην εικόνα.
Η συμφωνία αυτή δεν στρέφεται κατ’ ανάγκη εναντίον των δυτικών συμφερόντων στην περιοχή, στέλνει όμως το μήνυμα στην Ουάσιγκτον, ότι θα πρέπει να επανεξετάσει τη πολιτική της στη περιοχή και να αντιστρέψει ένα κλίμα καχυποψίας και απόστασης που υπάρχει από την εποχή της Αραβικής Άνοιξης και μετά.
Η Σαουδική Αραβία, που διατηρεί στενούς δεσμούς με τις ΗΠΑ, σχεδιάζει ένα μαμούθ πρόγραμμα ανάπτυξης και σταδιακής αλλαγής του οικονομικού μοντέλου της που βασίζεται στο πετρέλαιο, το οποίο απαιτεί σταθερότητα στη περιοχή και αποφυγή σύρραξης με το Ιράν, από ενδεχόμενη επίθεση του Ισραήλ ή ακόμα και επίθεση του Ιράν στη ΣΑ. Έτσι επέλεξε τους Κινέζους ως μεσολαβητές, επειδή το Πεκίνο έχει δυνατότητα μόχλευσης επί του Ιράν.
Η κινεζική δραστηριοποίηση αποτελεί άλλο ένα δείγμα για τη σταδιακή μετάβαση του συστήματος σε μια νέα διπολική κατανομή ισχύος που δεν θα έχει σχέση με την Ψυχροπολεμική εποχή, με τη Ρωσία να υποχωρεί και να εισέρχεται στον Κινεζικό πόλο ως σημαντικός παράγοντας μεν, αλλά όχι πλέον ως επικεφαλής.
Ποια όμως θα είναι η θέση του Ισραήλ. Θα βρεθεί μεταξύ «σφύρας και άκμονος»; Μάλλον όχι αφού ήδη από το περασμένο χρόνο τόσο η Jerusalem Post, όσο και η i24 News, είχαν αναφερθεί στη αναμενόμενη προσέγγιση Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας, ένα ζήτημα που εκκρεμούσε από την εποχή των συμφωνιών του Αβραάμ. Μετά τη συμφωνία Ιράν – ΣΑ περιορίζονται οι προοπτικές δυναμικής αντίδρασης, που θα έπληττε όλη τη ΜΑ.
Η πρόθεση υπάρχει και από τις δύο πλευρές, αλλά οι επιφυλακτικές σχέσεις της ΣΑ με τις ΗΠΑ εμποδίζουν τη προσέγγιση, ενώ η Ισραηλινή δράση στη Παλαιστίνη, εντείνει τις επιφυλάξεις των Αράβων.
Ήδη η ΣΑ είχε διαφοροποιηθεί από την Αμερικανική γραμμή και αυτό είχε φανεί από την τελευταία αποτυχημένη επίσκεψη Μπάïντεν, αλλά και τη μη ικανοποίηση Αμερικανικού αιτήματος για μείωση παραγωγής πετρελαίου, από τον ΟΠΕΚ.

Τότε είχαν τεθεί συγκεκριμένοι όροι που αφορούσαν στην επιβεβαίωση της στρατηγικής σχέσης ΗΠΑ – ΣΑ, δέσμευση για πρόσβαση σε υψηλής τεχνολογίας εξοπλισμό, έστω και πρόκειται για χώρα εκτός ΝΑΤΟ και έγκριση στους Σαουδάραβες να προχωρήσουν σε αξιοποίηση αποθεμάτων ουρανίου για πολιτική χρήση/ παραγωγής ενέργειας.
Σύμφωνα με ανάλυση του Arab news, η πρόσφατη συμφωνία με το Ιράν, υπό την αίρεση ότι θα τηρηθεί και θα εμβαθυνθεί, έχει δώσει νέα σημασία στη σχέση της Σαουδικής Αραβίας με το Ισραήλ, ενδυναμώνοντας τη θέση της.
Αντίθετα το Ιράν φαίνεται πολύ πιεσμένο, τόσο λόγω των οικονομικών επιπτώσεων από τις κυρώσεις, όσο και λόγω των συνεχών διαδηλώσεων και των εσωτερικών προβλημάτων.
Συμπερασματικά, μπορούμε να καταλήξουμε ότι οι χώρες της Μέσης Ανατολής επιδιώκουν πλέον να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Εστιάζουν στα εθνικά συμφέροντα τους και επιδιώκουν να αναβαθμιστούν σε ρυθμιστές των καταστάσεων, αντί σε ισορροπιστές μεταξύ των Μεγάλων δυνάμεων. Αυτό θα δημιουργήσει ένα αμοιβαίο κλίμα σχετικής εμπιστοσύνης, μέσω αλληλεπίδρασης και συνεργασίας σε ειρηνικούς σκοπούς.
Επίσης εκτιμάται ότι θα συμβάλλει στο τερματισμό των ανθρωπιστικών κρίσεων σε Υεμένη και Συρία, καθώς και στην ενεργειακή ανασφάλεια που επηρεάζει τη παγκόσμια οικονομία και ανάπτυξη.
Ήδη το Ιράν ανακοίνωσε, ότι σταματά τον εξοπλισμό των Χούθι, στη Υεμένη. Επίσης ξεκίνησαν με πρωτοβουλία των ΗΑΕ, οι συνομιλίες για επανένταξη της Συρίας, στο Αραβικό σύνδεσμό, καθώς και συνομιλίες μεταξύ Ιράν και Ιράκ.
Η Κίνα, κατά την εκτίμησή μου, για να ξεπεράσει τις επιφυλάξεις της Δύσης, επειδή έχει υποστηρίξει τη Ρωσία, επιδίωξε μια μάλλον «ρηχή» συμφωνία Ιράν – ΣΑ, δεδομένων των σοβαρών θρησκευτικών και γεωπολιτικών διαφορών των δύο χωρών, προκειμένου να διεκδικήσει τη μεσολάβηση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, ώστε να απεμπλέξει τον Πούτιν, από την δύσκολη θέση στην οποία έχει περιέλθει.
Η Κίνα προσπαθεί, μετά τη πανδημία και παρά τα πολλαπλά εσωτερικά της προβλήματα, να αντιστρέψει το δυσμενές γι’ αυτή κλίμα και να προβεί στην προβολή «ήπιας ισχύος» εμφανιζόμενη ως καταλύτης/ειρηνοποιός στην επίλυση διεθνών ζητημάτων. Ταυτόχρονα προσπαθεί να μετατοπίσει το ρόλο του κακού, στις ΗΠΑ, τις οποίες κατηγορεί ότι επιμένουν στη διαιώνιση μιας διεθνούς κρίσης.
Η Κίνα επίσης πέτυχε μια μακρόχρονη ενεργειακή ασφάλεια, μέσω Σαουδικής Αραβίας και Κατάρ, μειώνοντας την εξάρτησή της από τη Ρωσία, οπότε και το σχέδιο του Πούτιν για τον Siberia 2, μοιάζει άπιαστο όνειρο.
Ας μη μας διαφεύγει ότι η ασφαλής ναυσιπλοΐα στον Ινδοειρηνικό, συνδέεται με τη παγκόσμια οικονομία και βεβαίως με το θαλάσσιο δρόμο του μεταξιού. Επομένως η ισορροπία μεταξύ των σημαντικών περιφερειακών δρώντων της περιοχής, θα εξασφαλίσει την απρόσκοπτη διέλευση των ενεργειακών και καταναλωτικών προϊόντων.
Τέλος η Σαουδική Αραβία, παίζει δυνατά τα χαρτιά της. Τη μία μέρα αφήνει να διαρρεύσει ότι συνομιλεί με το Ισραήλ, την άλλη υπογράφει συμφωνία με το Ιράν και μετά από λίγες μέρες, παραγγέλνει 121 αεροσκάφη από την Αμερικανική Boeing.
Όσο για το Ιράν, εκτιμά ότι θα κερδίσει από τις επενδύσεις Κίνας και Σαουδικής Αραβίας και θα καθυστερήσει το πυρηνικό του πρόγραμμα, ελπίζοντας στην άρση μέρους των κυρώσεων και στην οικονομική ανακούφισή του.
Του Απόστολου Τσιμογιάννη
Ο Απόστολος Τσιμογιάννης είναι ανώτατος αξκός (ε.α), με μεγάλη επιτελική και διοικητική εμπειρία στον τομέα των Millitary Logistics. Έχει υπηρετήσει σε ανάλογη επιτελική θέση του NATO/NSPA. Είναι τακτικό μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Logistics.