Αν και η τηλεδιάσκεψη της 16ης Νοεμβρίου απέτυχε να δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο σχέδιο δράσης, άνοιξε την επικοινωνία για μερικά από τα πιο δυσεπίλυτα ζητήματα μεταξύ των δύο δυνάμεων.
Οι δύο πλευρές ήταν φιλικές αλλά σταθερές, αρνούμενοι προς το παρόν να διαπραγματευτούν για πολλά ζητήματα. Ωστόσο, ήταν προφανές ότι και οι δυο θεώρησαν το γεγονός ως μια σοβαρή και σημαντική εξέλιξη για την πρόληψη της σύγκρουσης.
Οι τοποθεσίες επιλέχθηκαν προσεκτικά. Ο Μπάïντεν μίλησε στη συνάντηση από την αίθουσα Ρούσβελτ του Λευκού Οίκου, ενώ ο Σί συνδέθηκε από την Ανατολική Αίθουσα της Μεγάλης Αίθουσας του Λαού. Και οι δύο αυτές αίθουσες έχουν τη δική τους περίφημη ιστορία και έχουν χρησιμοποιηθεί για την ανακοίνωση κορυφαίων ηγετών καθώς και για τη σύγκληση σημαντικών συναντήσεων.
Ο Μπάïντεν δήλωσε ότι οι δύο ηγέτες πρέπει να διασφαλίσουν πως αυτό που συμβαίνει μεταξύ τους παραμένει «απλά ένας έντιμος ανταγωνισμός που δεν θα δημιουργήσει σύγκρουση» (ευγενής άμιλλα, που έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες). Ο Σι εξέφρασε παρόμοιες απόψεις στην ομιλία του. Οι δύο πλευρές ήταν σταθερές να μην αφήσουν τις διαφορές τους να μεγεθύνονται σε Ψυχρό Πόλεμο.
Το ζήτημα της Ταιβάν κυριάρχησε στη συνάντηση. Ο Σi Τζινπίγκ κατηγόρησε την αμερικανική παρέμβαση Ταιβάν, ως τρόπο «συγκράτησης» της Κίνας. Ο Κινέζος πρόεδρος δήλωσε εμφατικά ότι προσβλέπει σε μια ειρηνική συνένωση με την Κίνα. Η Ταιβάν είναι το πιο καυτό από τα προβλήματα μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας.
Ο Μπάïντεν κατηγόρησε τις «άδικες» οικονομικές πρακτικές της Κίνας ως επιζήμιες για τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον, ενώ ο Σί κατηγόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες για κατάχρηση της έννοιας της εθνικής ασφάλειας για να στριμώξουν την Κίνα. Επίσης επέκρινε τις προσπάθειες της Ουάσιγκτον να σχηματίσει έναν συνασπισμό ομοϊδεατών φιλελεύθερων δημοκρατιών εναντίον του Πεκίνου.
Ο Μπάïντεν προέτρεψε την Κίνα να τηρήσει την εμπορική συμφωνία που υπέγραψε με τον προκάτοχό του Ντόναλντ Τραμπ, σύμφωνα με την οποία το Πεκίνο υστερεί σε σχέση με τη δέσμευσή του να αγοράσει 200 δισεκατομμύρια δολάρια περισσότερα αμερικανικά αγαθά. Ο Σί απάντησε, ότι το θέμα δεν πρέπει να πολιτικοποιηθεί.
Όσον αφορά στο κλίμα, οι ΗΠΑ και η Κίνα βλέπουν κάποιο κοινό έδαφος, που όπως αποδείχθηκε από τη τελευταία σύσκεψη του ΟΗΕ, μάλλον δεν είναι αρκετό. Ο Σι αντί ομιλίας στο συνέδριο για το κλίμα, στη Γλασκόβη, παρέδωσε μια γραπτή δήλωση κάτω των 500 λέξεων για να αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της συνόδου, επιδεικνύοντας μια κάπως αλαζονική στάση.
Οι δυο τους φέρεται να συζήτησαν τη κατάσταση στο Αφγανιστάν, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα, παγκόσμιες ελλείψεις ενέργειας, στρατιωτικά ζητήματα καθώς και τη πανδημία.
Η συνάντηση έρχεται σε ένα ενδιαφέρον χρονικό σημείο καθώς και οι δύο πλευρές ασχολούνται με τις δικές τους εγχώριες και διεθνείς ανησυχίες.
Στα τέλη Οκτωβρίου, η δημοτικότητα του Τζο Μπάïντεν έπεσε στο 43%, το χαμηλότερο σημείο της κυβέρνησής του. Τα κρούσματα του κορονοϊού αυξάνονται ξανά σε ορισμένες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η οικονομία των ΗΠΑ αναπτύχθηκε με τον πιο αργό ρυθμό . Το ΑΕΠ αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 2% το περασμένο τρίμηνο, ο χαμηλότερος ρυθμός από το δεύτερο τρίμηνο του 2020.
Επιπλέον, ο Μπάïντεν απέτυχε να μετριάσει οποιαδήποτε γεωπολιτική κρίση που έχει εμφανιστεί μέχρι στιγμής. Ούτε εδώ έφταιγε ο Τράμπ, ούτε στα οικονομικά. Η εσπευσμένη απόσυρση από το Αφγανιστάν αμαύρωσε σε μεγάλο βαθμό την εικόνα της Ουάσιγκτον ως υπεύθυνης παγκόσμιας δύναμης.
Η πρωτοβουλία του Μπάιντεν, Build Back Better World (B3W) ως απάντηση στην πρωτοβουλία Belt and Road (BRI) του Σί Τζινπίγκ απολαμβάνει μικρή δημοτικότητα με μόνο το 35% των πολιτών να τη θεωρεί εξαιρετικά σημαντική ανησυχία.
Ο Σί Τζινπίγκ έχει επίσης τις δικές του ανησυχίες να αντιμετωπίσει. Η επανένωση με την Ταιβάν ή τουλάχιστον η ζωντανή ελπίδα ότι θα επανενωθεί, ενεργεί ως σημαντικός φρουρός της νομιμότητάς του ως ισχυρού και ικανού ηγέτη, κρίσιμο βήμα για την υλοποίηση του «κινεζικού ονείρου» του. Η συνεργασία με τις ΗΠΑ από αυτή την άποψη γίνεται σημαντική.
Οι επιπτώσεις της παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης , εμφανείς στις εκτεταμένες διακοπές ρεύματος σε αρκετές πόλεις της Κίνας, καθώς και οι περιβαλλοντικές ανησυχίες όπως η ρύπανση απαιτούν κοινή συνεργασία με άλλες παγκόσμιες δυνάμεις, ιδιαίτερα τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αν και ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Κίνας (PLA) έχει εκσυγχρονιστεί σημαντικά, εξακολουθεί να είναι αδύναμος από πολλές απόψεις και εάν ξεσπάσει μια στρατιωτική σύγκρουση με την Ουάσιγκτον, η Κίνα μπορεί να διακινδυνεύσει να χάσει την εικόνα της ως ισχυρή δύναμη αλλά και την εκπληκτική οικονομική της ανάπτυξη, μια από τις κεντρικές πτυχές που νομιμοποιεί η κυριαρχία του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Ένα πράγμα είναι σαφές, ότι η παγκόσμια επιρροή του Πεκίνου βρίσκεται επί του παρόντος σε πτώση. Η πανδημία έπαιξε σημαντικό ρόλο σ’ αυτό. Οι εξωτερικές της σχέσεις υποφέρουν από έλλειψη εμπιστοσύνης. Έχοντας εγκαταλείψει τον μανδύα της μη ανάμειξης στις διεθνείς υποθέσεις άλλων κρατών, η Κίνα τώρα ασκεί άμεση πίεση στις χώρες να αλλάξουν τις πολιτικές τους θέσεις όταν δεν συμφωνούν με τη στάση του Πεκίνου.
Καθώς το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου επιστρέφει σε μια κατάσταση που πλησιάζει στην κανονικότητα, η αυτοαπομόνωση της Κίνας γίνεται όλο και πιο παράδοξη.
Με μια «Ιστορική απόφαση» (12-11-2021), το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, άνοιξε το δρόμο για τη τρίτη θητεία, στον πρόεδρο Σί Τζινπίγκ, αναδεικνύοντάς τον σε ουσιαστικό ισόβιο ηγέτη της χώρας. Την απόφαση έλαβε η ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής, και αναμένεται να εγκριθεί από το 20Ο Συνέδριο του Κ.Κ. Κίνας το 2022.
Ο Σί Τζινπίγκ είναι ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης. Εάν ο Μάο Τσετούνγκ, αποκατέστησε την υπερηφάνεια της Κίνας, απέναντι στους παραδοσιακούς ιμπεριαλιστές και ο Ντένγκ Ξιαοπίνγκ , άνοιξε το δρόμο για τη αναπτυξιακή πορεία και το πλουτισμό, ο ίδιος θέλει να την εδραιώσει στη θέση της παγκόσμιας υπερδύναμης, αποκαθηλώνοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Καθώς και οι δύο δυνάμεις διαθέτουν σήμερα υψηλούς βαθμούς θανατηφόρας τεχνολογίας και προηγμένα πυρηνικά όπλα, το να αφήσουμε την άγνοια και τις παρεξηγήσεις να μεγεθύνονται σε έναν Ψυχρό Πόλεμο θα οδηγούσε σε αφάνταστες συνέπειες.
Όπως αναφέρθηκε στη συνάντηση, όντας τα δύο πιο ισχυρά έθνη, οφείλουν την ευθύνη όχι μόνο στους δικούς τους ανθρώπους αλλά και στον κόσμο γενικότερα.
Οι ΗΠΑ πρέπει να αποδεχθούν την άνοδο της Κίνας ως εναλλακτικό κέντρο ισχύος και να την αντιμετωπίσουν έτσι, η δε Κίνα πρέπει επίσης να αναγνωρίσει ότι τα συμφέροντά της έγκεινται στη συνεργασία και όχι στην αμφισβήτηση άλλων δυνάμεων.
Τις τελευταίες εβδομάδες, το Πεκίνο χρειάστηκε ακόμη και να άρει την απαγόρευσή του στις εισαγωγές άνθρακα από την Αυστραλία και ετοιμάζεται να εισάγει τεράστιες ποσότητες υγροποιημένου φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ .
Ένας Ψυχρός Πόλεμος χρειάζεται δύο ισχυρούς πρωταγωνιστές ικανούς να δράσουν στην παγκόσμια σκηνή. Και ενώ η Κίνα μπορεί να εξελίσσεται σε οικονομικό, στρατιωτικό και τεχνολογικό γίγαντα, ο «ηγεμόνας εν εξελίξει» είναι πολύ πιο ευάλωτος και απομονωμένος από ό,τι θέλει να προσποιείται.
Απόστολος Τσιμογιάννης
Ο Απόστολος Τσιμογιάννης είναι Υποστράτηγος (ε.α), με μεγάλη επιτελική και διοικητική εμπειρία στον τομέα των Millitary Logistics. Έχει υπηρετήσει σε ανάλογη επιτελική θέση του NATO/NSPA και εξειδικεύεται σε θέματα Ευρασίας – Ινδοειρηνικού. Είναι τακτικό μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Logistics.