Η διχαστική «συμβολή» της στο Μεσανατολικό ζήτημα
Σε μια εποχή όπως αυτή, διστάζει κανείς να εμβαθύνει στα σωστά και τα λάθη της τραγωδίας που εκτυλίσσεται στο Ισραήλ και τη Γάζα. Η ιστορία μας δείχνει ξεκάθαρα τους ηθικούς αυτουργούς, καθώς τα πρόσφατα γεγονότα είναι η τελευταία συνέπεια μιας διαχρονικής καταστροφής, που ξεκίνησε πριν από έναν αιώνα.
Η Βρετανία, με την πλάτη της στον τοίχο, στο απόγειο του Α΄ΠΠ, είχε τα δικά της συμφέροντα στο επίκεντρο όταν, τον Νοέμβριο του 1917, ο υπουργός Εξωτερικών Άρθουρ Μπάλφουρ έγραψε μια μοιραία επιστολή στον Λόρδο Ρότσιλντ, γόνο της διεθνούς τραπεζικής οικογένειας και εξέχοντα Βρετανό Σιωνιστή.
Η Διακήρυξη του Μπάλφουρ , όπως έγινε γνωστό, ανέφερε ότι «η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας βλέπει ευνοϊκά την ίδρυση στην Παλαιστίνη ενός εθνικού σπιτιού για τον εβραϊκό λαό και θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να διευκολύνει την επίτευξη αυτού του σκοπού».
Όμως, τόσο η βρετανική κυβέρνηση όσο και το νέο κράτος που θα ριζώσει τελικά, ξέχασαν την προϋπόθεση που αναφερόταν στη διακήρυξη, ότι «δεν θα γίνει τίποτα που μπορεί να βλάψει τα αστικά και θρησκευτικά δικαιώματα των υπαρχουσών μη εβραϊκών κοινοτήτων στην Παλαιστίνη».
Η Βρετανία νοιαζόταν ελάχιστα για τη σιωνιστική φιλοδοξία να δημιουργήσει μια πατρίδα για τους Εβραίους στους Αγίους Τόπους. Το κίνητρό της ήταν να εξασφαλίσει την οικονομική και πολιτική υποστήριξη του αμερικανικού Εβραϊσμού για τον πόλεμο της Βρετανίας εναντίον της Γερμανίας.
Τότε πολλοί ισχυροί Εβραίοι στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, πίεσαν με επιτυχία τη σιωνιστική υπόθεση για μια εβραϊκή πατρίδα στην Παλαιστίνη, στα υψηλότερα επίπεδα των δύο κυβερνήσεων.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι η Διακήρυξη του Μπάλφουρ υποβλήθηκε κρυφά σε προσχέδιο για έγκριση, σε 10 κορυφαίους Εβραίους στη Βρετανία. Ο ένας ήταν ο Λόρδος Ρότσιλντ, στον οποίο η οριστική δήλωση θα απευθυνόταν τελικά μόλις δύο εβδομάδες αργότερα. Ένας άλλος ήταν ο φίλος του Chaim Weizmann, ο ρωσικής καταγωγής πρόεδρος της Σιωνιστικής Οργάνωσης και ο μελλοντικός πρώτος πρόεδρος του Ισραήλ.
Την ίδια ώρα που οι Βρετανοί «φλερτάριζαν» με τους Σιωνιστές του κόσμου, ταυτόχρονα ενθάρρυναν και τους Άραβες να εξεγερθούν κατά των Τούρκων, έχοντας υποσχεθεί στον Σαρίφ της Μέκκα, ότι οι Άραβες θα μπορούσαν να έχουν τη δική τους ανεξάρτητη πατρίδα στην ίδια περιοχή, από την οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία επρόκειτο σύντομα να εκδιωχθεί.
Σαν να μην έφτανε αυτή η διπροσωπία, το 1916, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι υπέγραψαν τη μυστική Συμφωνία Sykes-Picot, στην οποία συμφώνησαν να τεμαχίσουν οθωμανικά εδάφη στο τέλος του πολέμου.
Ως κύριοι της Παλαιστίνης υπό την εντολή που τους απένειμε αργότερα η ΚτΕ, οι Βρετανοί αρνήθηκαν την υπόσχεσή τους προς τους Άραβες, μια προδοσία τη οποία ο Τ. Λόρενς, που έκανε τους Άραβες να ξεσηκωθούν, δήλωσε αργότερα ότι είναι «συνεχής και πικρά ντροπή ».
Η εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη, η οποία είχε ξεκινήσει στα τέλη του 19ου αιώνα εξαιτίας των διώξεων στη Ρωσία, συνεχιζόταν με αυξανόμενο ρυθμό. Τα αρχικά σημάδια έντασης μεταξύ Εβραίων και Αράβων φάνηκαν σύντομα, με τις πρώτες ταραχές που ξέσπασαν στην Ιερουσαλήμ τον Απρίλιο του 1920.
Οι Βρετανοί είχαν δημιουργήσει μια αδύναμη κατάσταση που παραμένει άλυτη μέχρι σήμερα, όπως και οι ίδιοι σύντομα κατάλαβαν. Τον Ιανουάριο του 1915, μόλις δύο μήνες αφότου η Βρετανία κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Χέρμπερτ Σάμιουελ, ο πρώτος Εβραίος που υπηρέτησε ως Βρετανός υπουργός, κυκλοφόρησε ένα έγγραφο στο βρετανικό υπουργικό συμβούλιο με τίτλο «Το μέλλον της Παλαιστίνης ». Σε αυτό, προέτρεπε την κυβέρνηση να εξετάσει το ενδεχόμενο προσάρτησης της Παλαιστίνης μετά τον πόλεμο και να την ανοίξει στην εβραϊκή μετανάστευση. Αυτό, είπε, «θα κέρδιζε για την Αγγλία τη διαρκή ευγνωμοσύνη των Εβραίων σε όλο τον κόσμο», ειδικά στις «Ηνωμένες Πολιτείες, όπου αριθμούν περίπου δύο εκατομμύρια».
Μετά τον πόλεμο, σε μια εξαιρετικά προκλητική κίνηση, ο Σάμιουελ, διορίστηκε Βρετανός ύπατος αρμοστής της Παλαιστίνης. Ο διορισμός του ανησύχησε ακόμη και τη μεταπολεμική βρετανική στρατιωτική κυβέρνηση της Παλαιστίνης. Όπως διαμήνυσε ο Στρατάρχης Έντμουντ Άλενμπι, οι Άραβες, θα θεωρούσαν τον διορισμό ως « παράδοση της χώρας σε μια μόνιμη σιωνιστική διοίκηση ».
Αλλά καθώς ο αριθμός των Εβραίων στην Παλαιστίνη συνέχιζε να αυξάνεται, δεν υπήρχε επιστροφή. Η ψήφος του ΟΗΕ υπέρ ενός σχεδίου διχοτόμησης, το οποίο προέβλεπε «ένα ανεξάρτητο αραβικό κράτος, ένα ανεξάρτητο εβραϊκό κράτος» και «διεθνή κηδεμονία για την πόλη της Ιερουσαλήμ», οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο το 1947. Τελικά, στις 14 Μαΐου 1948, οι Βρετανοί σήκωσαν τα χέρια τους και απομακρύνθηκαν. Την επόμενη μέρα, ο Ντέιβιντ Μπεν-Γκουριόν, πρόεδρος του Παγκόσμιου Σιωνιστικού Οργανισμού, ανακοίνωσε την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.
Τον Οκτ 2020, Παλαιστίνιοι νομικοί υπέβαλλαν, στο δικαστήριο της Ναμπλούς, μήνυση κατά της Βρετανικής κυβέρνησης την οποία θεωρούν υπεύθυνη, καθώς με τη διακήρυξη Μπαλφούρ, άνοιξε τον δρόμο για την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, από το οποίο πηγάζουν «τα δεινά των Παλαιστινίων».
Δυστυχώς όλες οι κατά καιρούς πρωτοβουλίες επίλυσης απέτυχαν, καθώς δεν κατέστη δυνατόν να ξετυλιχτεί το κουβάρι μίσους και δυσπιστίας μεταξύ των δύο εθνοτήτων, που είχε δημιουργηθεί, με ευθύνη τρίτων.
Τώρα, με την αιματηρή και αδικαιολόγητη επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ και τα εξίσου αιματηρά και αδικαιολόγητα ισραηλινά αντίποινα στη Γάζα, η τραγωδία συνεχίζεται, εμπλέκοντας μια νέα γενιά στον ατελείωτο αγώνα που φαίνεται ότι κανείς δεν μπορεί να κερδίσει.
(Μετάφραση από άρθρο, του Τζόναθαν Γκόρναλ Βρετανού δημοσιογράφου των Times, στο Arab news)
Απόστολος Τσιμογιάννης
Ο Απόστολος Τσιμογιάννης είναι Υποστράτηγος (ε.α), με μεγάλη επιτελική και διοικητική εμπειρία στον τομέα των Millitary Logistics. Έχει υπηρετήσει σε ανάλογη επιτελική θέση του NATO/NSPA. Είναι τακτικό μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Logistics.